- πλαγιοδρομώ
- -έω, Νναυτ. ιστιοδρομώ με τον αέρα κάθετα προς την πλεύση, κν. αρμενίζω με τον αέρα στην μπάντα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + -δρομώ (< -δρόμος < δρόμος), πρβλ. ιστιο-δρομώ, λοξοδρομώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου].
Dictionary of Greek. 2013.